μπουρέκι
(ουσ. ουδ.)
μπουρέκ
[buˈrek]
Σεμέντρ.
μπορέκ
[boˈrek]
Σινασσ.
πουρέκι
[puˈreci]
Φάρασ.
πορέκι
[poˈreci]
Φάρασ.
πορα̈́κι
[pοˈræci]
Αφσάρ.
Από τo νεότ. ουσ. μπουρέκι (Λεξ. Σομ.) και πουρέκι (Mackridge 2021: 138), τo οπ. από το τουρκ. ουσ. börek, όπου και διαλεκτ. τύπ. bürek.
Μπουρέκι, είδος γεμιστής πίτας με φύλλο
ό.π.τ.