ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουρέκι (ουσ. ουδ.) μπουρέκ [buˈrek] Σεμέντρ. μπορέκ [boˈrek] Σινασσ. πουρέκι [puˈreci] Φάρασ. πορέκι [poˈreci] Φάρασ. πορα̈́κι [pοˈræci] Αφσάρ. Από τo νεότ. ουσ. μπουρέκι (Λεξ. Σομ.) και πουρέκι (Mackridge 2021: 138), τo οπ. από το τουρκ. ουσ. börek, όπου και διαλεκτ. τύπ. bürek.
Μπουρέκι, είδος γεμιστής πίτας με φύλλο ό.π.τ.