μπουτσάχ
(ουσ. ουδ.)
μπουτσ̑άχ
[buˈtʃax]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. bıçak = α) μαχαίρι β) λεπίδα.
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025