ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουτζάχι (ουσ. ουδ.) μπουτζάχ' [buʹdzax] Αραβαν., Μισθ. μπουτσ̑άχ' [buˈtʃax] Μισθ. πουτσ̑άχ̇ι [puˈtʃaxi] Φκόσ. Από το νεότ. ουσ. μπουτζάκι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 25.8.42 «εἶναι νὰ κινήσῃ μὲ ὅλον τὸ μπουτζάκι καὶ μερικὸν τούρκικον ἀσκέρι κατὰ τὸ Ἂκ Σουγιού»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. bucak = α) γωνία, γωνιά β) κοινότητα, περιφέρεια γ) διαλεκτ., ντουλάπι.
1. Γωνία ό.π.τ. : Τσ̑ακοντώ ’ς γονgξιού μ' ντου μπουτσ̑άχ' (Κατουράω στη γωνία του γείτονά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Ούλα τα μπουτζάχια ξέριξιν ντα (Ήξερε κάθε γωνιά, όλα τα κατατόπια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Ένα-Άμε χανιού μας το μπουτζάχ' και γέννα (Ένα-πήγαινε στου χανιού μας τη γωνιά και γέννα˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "1") Αραβαν. -Φωστ. Συνών. γωνία :1, ντιρσέκι :2, κιοσέ
β. Aποθήκη Φκόσ.
2. Στενό πέρασμα Μισθ. : Ντου πέρναμα απ' του μπουτσ̑άχ' ζόρ' 'νι (Το πέρασμα από το στενό είναι δύσκολο) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Κρυφό σημείο Μισθ.