μπουχούρ
(ουσ. ουδ.)
μπουχούρ
[buˈxur]
Τελμ.
Aπό το τουρκ. ουσ. buhur = λιβάνι.
Λιβάνι
:
Έδεκεν μπουχούρ και εξέβεν
(Έδωσε λιβάνι και βγήκε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.