μποχτσαλατίζω
(ρ.)
ποχτσ̑αλατίζω
[poxtʃalaˈtizo]
Φάρασ.
Από τον αορ. bohçaladı του τουρκ. ρ. bohçalamak = τυλίγω σε μπόγο.
Τυλίγω κάτι, κυρ. ρούχα, κάνοντας μπόγο
Φάρασ.