μπροστέλα
(ουσ. θηλ.)
μπροστέλα
[broˈstela]
Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ.
προστέλα
[proˈstela]
Ανακ.
Aπό το μεσν. ουσ. ἐμπροστέλα. Ο τύπ. μπροστέλα νεότ.
Γυναικεία κοντή ποδιά
ό.π.τ.
:
Τα πισκίρια αδαρά τα λέν μπροστέλες, και είνdαι κεντημένα
(Τις ποδιές τώρα τις λένε μπροστέλες, και είναι κεντητές)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
ετέκι :1, ιγκλίκι, ντιζλίκα :1, πεσκίρι :2, πεσταμπάλι :2, ποδιά