μπροστέλα
(ουσ. θηλ.)
μπροστέλα
[broˈstela]
Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ.
προστέλα
[proˈstela]
Ανακ.
προυστέλα
[pruˈstela]
Μαλακ.
Aπό το μεσν. ουσ. ἐμπροστέλα. Ο τύπ. μπροστέλα νεότ.