ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπροστέλα (ουσ. θηλ.) μπροστέλα [broˈstela] Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ. προστέλα [proˈstela] Ανακ. Aπό το μεσν. ουσ. ἐμπροστέλα. Ο τύπ. μπροστέλα νεότ.
Γυναικεία κοντή ποδιά ό.π.τ. : Τα πισκίρια αδαρά τα λέν μπροστέλες, και είνdαι κεντημένα (Τις ποδιές τώρα τις λένε μπροστέλες, και είναι κεντητές) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. ετέκι :1, ιγκλίκι, ντιζλίκα :1, πεσκίρι :2, πεσταμπάλι :2, ποδιά