μύρα
(ουσ. θηλ.)
μύρα
[ˈmira]
Φάρασ.
Aπό το ρ. μυρίζω, όπου και τύπ. μυράω, υποχωρητ. Η λ. και Πόντ.
1. Οσμή γενικώς, μυρωδιά
Συνών.
μύρημα, μυρωδιά :1, χοκού
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025