ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπρισίμι (ουσ. ουδ.) εbρισ̑ίμ [ebriˈʃim] Αξ. ερμπισίμ [erbiˈsim] Ανακ. πρισίμι [priˈsimi] Φάρασ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. ibrişim = μεταξωτό νήμα. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. μπρισίμι, βλ. και Λεξ. Ηπίτ. και ΛΚΝ (λ. μπιρσίμι). Ο τύπ. πρισίμι νεότ.
1. Μετάξι ό.π.τ. Συνών. μετάξι
2. Μεταξωτή κορδέλα για τις πλεξούδες Ανακ.