μπρισίμι
(ουσ. ουδ.)
εbρισ̑ίμ
[ebriˈʃim]
Αξ.
ερμπισίμ
[erbiˈsim]
Ανακ.
πρισίμι
[priˈsimi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. ibrişim = μεταξωτό νήμα. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. μπρισίμι, βλ. και Λεξ. Ηπίτ. και ΛΚΝ (λ. μπιρσίμι). Ο τύπ. πρισίμι νεότ.
2. Μεταξωτή κορδέλα για τις πλεξούδες
Ανακ.