ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποχτσάς (ουσ. ουδ.) μποχτσάς [boxʹtsas] Αφσάρ., Σίλ. ποχτσ̑άς [poxˈtʃas] Φάρασ. μποχτσ̑ά [boxˈtʃa] Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ. μπουχτσά [buxˈtsa] Μαλακ., Τροχ. ποχτσά [poxˈtsa] Αραβ. πογτζά [poɣˈdza] Φλογ. Πληθ. μποχτσάδια [boxˈtsaðʝa] Μαλακ., Φλογ. μποχτσάια [boxˈtsaja] Μισθ. πογτσάδια [poɣˈtsaðʝa] Φλογ. Aπο το τουρκ. ουσ. bohça = α) μπόγος, πακέτο, δέμα β) σάλι.
1. Μπόγος, δέμα ό.π.τ. : Γιομών' απ' ούλα τα καλά δυό μποχτσάδια (Γεμίζει δυό δέματα από όλα τα καλά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τσούλια, μούλια, ό,τι είχε μποίκι ’να μποχτσ̑ά (Ρούχα, ξερούχα, ό,τι είχε τα έκανε ένα μπόγο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το μποχτσά με τα ρούχα δώκαν dα σον παπά (Τον μπόγο με τα ρούχα τον έδωσαν στον παπά) Αφσάρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
β. Αποσκευή ό.π.τ. : Πήριν ντα μποχτσάϊα τ' τσ' έφ'χιν (Πήρε τις αποσκευές του και έφυγε ) Μισθ. -Κοτσαν. Χαζιρλάτ'σε το μποχτσ̑ά τ' (Ετοίμασε τα μπογαλάκια της ) Αραβαν. -Φωστ.
2. Δέμα με δώρα και κυρίως φαγητά, που προσφέρεται σε εορτές, βαφτίσεις, γάμους, κηδείες κ.τ.ό. Μισθ., Ποτάμ., Τζαλ., Φλογ. : Παιρπαίνισ̑καν πογτσάδια, τσίππες, ορνίθια και απ' ένα σ̑ισ̑έ κρασί για ρακί (Έφερναν μαζί τους δέματα με τρόφιμα, καϊμάκια, κότες και από ένα μπουκάλι κρασί ή ρακί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Τα χισίμια φερίσ̑κουν πογτσάδια με τα χετιγέδια (Οι συγγενείς φέρνουν μποξάδες (μπόγους) με τα δώρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Χάσαν dου αβα̈λντιανού ου μποχτσ̑ά, αβα̈λντιάν παίνιξιν πρώτα ντου μποχτσ̑ά γαμπρός, να πάει πρέπει (Έχασαν το παλιό έθιμο του δέματος δώρων, παλιά πήγαινε πρώτος το δέμα του ο γαμπρός, έπρεπε να πάει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
β. Ειδικότ., δέματα με δώρα και φαγητά προς τη νύφη από τους συγγενείς του γαμπρού και το παρατιθέμενο γεύμα Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. : Αρραβώνα, τί’αλα λέμ’ ιμείς, να πάν’δετσού να ποίκ’νι μποχτσ̑άια, να πάμ’ σα μποχτσ̑άια, λε, (Αρραβώνα, όπως λέμε εμείς, να πάνε εκεί να κάνουν γεύμα αρραβώνων με δώρα φαγητών, να πάμε στα δώρα, λένε ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σ̑άνιξαν ντα μποχτσάια· παίνιαξαν γαμπρουιού τα χουσούμια, άλλος πηάιξι ένα τσ̑ίπα, άλλος ’να σουγγάτους (Έφτιαχναν τα δέματα με τα δώρα· πήγαιναν οι συγγενείς του γαμπρού, άλλος πήγαινε ένα καϊμάκι, άλλος μιά ομελέτα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
γ. Δέμα ρουχισμού ως αμοιβή Αραβ.