δέμα
(ουσ. ουδ.)
δέμα
[ˈðema]
Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ.
ντέμα
[ˈdema]
Αραβαν., Μισθ., Τροχ.
Από το μεταγν. ουσ. δέμα = σχοινί.
1. Δέμα, δεμάτι
Γούρδ., Σινασσ., Τροχ.
:
'μάν! Και τούτο πολίτικο, δέμα.
(Aμάν! Και αυτή είναι πολίτικη λέξη, δέμα.)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τὄνα σ̑άνισ̑κε ντεματικά· ’ς το νερό μπατιρντούν ντα, σ̑υλούνdαι, και σ̑άνουν ντα ζωνάρ’, για να ντέσ’ το ντεματικό το ντέμα
(Κάποιος έφτιαχνε δεματικά· στο νερό τα βυθίζουν, μουσκεύουν (και μαλακώνουν), και τα κάνουν σαν ζωνάρια, για να δέσει το %iδεματικό το δεμάτι)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
δεμάτι :1, κολτούκι :4, μποχτσάς :1, ντέγκι :1, σαλάκα :1, τσικίνι :1
2. Το σχοινί με το οπ. δένουν τις αγελάδες για να μη συγκρούονται
Σίλατ.
3. Μικρό ξύλινο φράγμα με το οπ. ανακόπτεται η ροή ποταμού, και το νερό παροχετεύεται σε αρδευτικά αυλάκια
Αραβαν.
:
Το ντέμα ντέσε
(Κλείσε το δέμα)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
κόρδα, κόφτρα