ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεκαπέντε (αριθμ.) δεκαπένdε [ðekaˈpende] Φάρασ. δεκαπένda [ðekaˈpenda] Τσουχούρ., Φάρασ. ντεκαπένdε [dekaˈpende] Αξ., Αραβαν., Αραβ. ντεκαπένdι [dekaˈpendi] Ουλαγ. ρεκαπένdι [rekaˈpedi] Σίλ. δεκαπένdι [ðekaˈpendi] Μισθ. καπένdι [kaˈpendi] Μισθ., Τσαρικ. Μεταγν. αριθμ. δεκαπέντε.
Δεκαπέντε ό.π.τ. : Ατό τα δεκαπένdε έζησεν (Αυτά τα δεκαπέντε χρόνια έζησε) Φάρασ. -Αναστασ. Παντέχα 'ς α δεκαπένdε χρονώ α φσάχι vα με δώσ' (Νόμιζα ότι θα με δώσεις (= με παντρέψεις) σ' έναν νέο δεκαπέντε χρονών) Φάρασ. -Αναστασ. Σάλτ'σαν δεκαπένdι γιορόνια (Έστειλαν δεκαπέντε γέρους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα κορτσόκκα παραδώνgαν τα μιτσίκκα, δεκαπένdα, δεκαοχτώ χρονώ (Τα κορίτσια τα πάντρευαν μικρά, 15-18 χρονών) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.