δεκαπέντε
(αριθμ.)
δεκαπένdε
[ðekaˈpende]
Φάρασ.
δεκαπένda
[ðekaˈpenda]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ντεκαπένdε
[dekaˈpende]
Αξ., Αραβαν., Αραβ.
ντεκαπένdι
[dekaˈpendi]
Ουλαγ.
ρεκαπένdι
[rekaˈpedi]
Σίλ.
δεκαπένdι
[ðekaˈpendi]
Μισθ.
καπένdι
[kaˈpendi]
Μισθ., Τσαρικ.
Μεταγν. αριθμ. δεκαπέντε.
Δεκαπέντε
ό.π.τ.
:
Ατό τα δεκαπένdε έζησεν
(Αυτά τα δεκαπέντε χρόνια έζησε)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Παντέχα 'ς α δεκαπένdε χρονώ α φσάχι vα με δώσ'
(Νόμιζα ότι θα με δώσεις (= με παντρέψεις) σ' έναν νέο δεκαπέντε χρονών)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σάλτ'σαν δεκαπένdι γιορόνια
(Έστειλαν δεκαπέντε γέρους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα κορτσόκκα παραδώνgαν τα μιτσίκκα, δεκαπένdα, δεκαοχτώ χρονώ
(Τα κορίτσια τα πάντρευαν μικρά, 15-18 χρονών)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.