δεκαέξι
(αριθμ.)
δεκάιξι
[ðeˈkaiksi]
Φάρασ.
ντεκιάξι
[deˈcaksi]
Αξ., Ουλαγ.
ντεκαέξ
[dekaˈeks]
Μισθ.
δεgάξε
[ðeˈgakse]
Φλογ.
ντικέξ̑ι
[deˈceksi]
Αραβαν.
ντικέξ
[deˈceks]
Αξ.
ντεκάξ
[deˈkaks]
Αξ.
δεκάξ̑
[ðeˈkakʃ]
Μαλακ.
ντετσ̑άξι
[deˈtʃaksi]
Τσαρικ.
ντιτσ̑άξ
[diˈtʃaks]
Μισθ.
Μεσν. αριθμ. δεκαέξι (< μεταγν. δεκαέξ).
Δεκαέξι
ό.π.τ.
:
Πήρεν δεgάξε νινgιές νήματα
(Πήρε δεκαέξι λίβρες νήματα)
Φλογ.
-Dawk.
Ένα κιλέ ήταν ντεκαέξ τιανικιάϊα
(Ένα κιλό ήταν δεκαέξι ντενεκέδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.