ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δείχνω (ρ.) δείχνω [ˈðixno] Γούρδ., Τελμ., Φλογ. ντείχνω [ˈdixno] Αξ., Αραβαν. δείχτω [ˈðixto] Ανακ. δει-έχνω [ðiˈexno] Φάρασ. ρείχνου [ˈrixnu] Σίλ. ντείχου [ˈdixu] Μισθ. δείγω [ˈðiɣo] Μαλακ. ρείκνου [ˈriknu] Σίλ. Αόρ. ήδειξα [iˈðiksa] Φάρασ. Παθ. ντειχτιέμαι [dixˈtʝeme] Αξ. ντειχιέμι [diˈçemi] Μισθ. Προστ. Εν. ντειχτήχ' [diˈxtix] Αξ. Μεσν. ρ. δείχνω (< αρχ. δεικνύω).
1. Δείχνω ό.π.τ. : Έδειξεν σο παιδί τσ̑η μάνα τ' (Έδειξε στο παιδί την μάνα του) Τελμ. -Dawk. Ντείχνει τα τρία τ' ντα νταχτσ̑ύλια (Δείχνει τα τρία του τα δάχτυλα) Αραβαν. -Dawk. 'εναίκα του ρείχνει τσ̑η χρώστα απέσου (Η γυναίκα του δείχνει μέσα στον λάκκο) Σίλ. -Dawk. Ρείξι μου, γιατί ρε σωρώ (Δείξε μου, γιατί δεν βλέπω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσι όλη την ώρα ντείχιξιν σε μας (Και όλη την ώρα έδειχναν σε μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Ντείχνω κεφάλ' (Δείχνω κεφάλι˙ εμφανίζομαι) Αξ. -Μαυροχ. Ντείχ' μι στράdις (Μου δείχνει δρόμους˙ Ειρων. για κάποιον που μας κάνει υποδείξεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το σακράφ' ντείχνει Γαïσεριγιού το στράτα (Η σακοράφα δείχνει τον δρόμο της Καισάρειας˙ για τους βραδυκίνητους που τούς υποδεικνύεις συνεχώς τί πρέπει να κάνουν) Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Το να ντάκ' το σ̑κυλί, τα dόνια τ' ντέν ντα ντείχ' (Το σκυλί που θα δαγκώσει, τα δόντια του δεν τα δείχνει˙ να φοβάσαι τους ύπουλους ανθρώπους) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. γκιοστερντώ
2. Μαθαίνω σε κάποιον κάτι Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. : Ντείξε το λίγο ψάλσ̑ιμο (Μάθε του λίγο διάβασμα) Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Nτείχου ντου παιί μ’ να ψάλλ' (Μαθαίνω στο παιδί μου να διαβάζει) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Μεσοπαθ., επιδεικνύομαι Μισθ. Συνών. καμαρώνω :1
4. Παθ. εξετάζομαι από γιατρό : Άμε ντειχτήχ̑' 'ς το χεκίμ' (Πήγαινε να σε δει ο γιατρός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μπαχτουρντίζω