γκιοστερντώ
(ρ.)
γκιοστερντού
[ɟosterˈdu]
Ουλαγ.
γκιοστερού
[ɟosteˈru]
Ουλαγ.
Αόρ.
γκϋστέρσα
[ɟyˈstersa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. göstermek = δείχνω, παρουσιάζω β) προβάλλω γ) απεικονίζω, δ) εκδηλώνω ε) φανερώνω στ) παριστάνω ζ) επισημαίνω.
Δείχνω
Συνών.
δείχνω