ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιουζελίκι (ουσ. ουδ.) γκιουζελίκ [ɟuzeˈlik] Αξ. γκιουζελίχ [ɟuzeˈlix] Φάρασ. κουζελίκι [kuzeˈlici] Τσουχούρ. κουζελίχι [kuzeˈliçi] Φάρασ. κουζελιέχι [kuzeˈʎeçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. güzellik = ομορφιά.
Ομορφιά ό.π.τ. : Σάμου τα είδινι γαραχτιέσανι τα φτάλμα του 'σ' το κουζελίκι του (Όταν την είδε θάμπωσαν τα μάτια του από την ομορφιά της) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Ασμ. Σώνεται τσαι βκαίνει γιαβρούμ σου δώμα πάνου,
'ίνεται του κουζελιέχι τ' 'σ' του ήτουν 'ς τ' ἀνου
(Σηκώνεται και βγαίνει το μωρό μου στο δώμα επάνω,
γίνεται η ομορφιά της από ό,τι ήταν παραπάνω)
Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. γιαχίσι :1, γκεντσιλίκι :2, κελεσλίκι, ομορφιά