γκιουζελίκι
(ουσ. ουδ.)
γκιουζελίκ
[ɟuzeˈlik]
Αξ.
γκιουζελίχ
[ɟuzeˈlix]
Φάρασ.
κουζελίκι
[kuzeˈlici]
Τσουχούρ.
κουζελίχι
[kuzeˈliçi]
Φάρασ.
κουζελιέχι
[kuzeˈʎeçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. güzellik = ομορφιά.
Ομορφιά
ό.π.τ.
:
Σάμου τα είδινι γαραχτιέσανι τα φτάλμα του 'σ' το κουζελίκι του
(Όταν την είδε θάμπωσαν τα μάτια του από την ομορφιά της)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Σώνεται τσαι βκαίνει γιαβρούμ σου δώμα πάνου,
'ίνεται του κουζελιέχι τ' 'σ' του ήτουν 'ς τ' ἀνου (Σηκώνεται και βγαίνει το μωρό μου στο δώμα επάνω,
γίνεται η ομορφιά της από ό,τι ήταν παραπάνω) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. γιαχίσι :1, γκεντσιλίκι :2, κελεσλίκι, ομορφιά
'ίνεται του κουζελιέχι τ' 'σ' του ήτουν 'ς τ' ἀνου (Σηκώνεται και βγαίνει το μωρό μου στο δώμα επάνω,
γίνεται η ομορφιά της από ό,τι ήταν παραπάνω) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. γιαχίσι :1, γκεντσιλίκι :2, κελεσλίκι, ομορφιά