γκολέκ
(ουσ.)
γκολέκ
[gοˈlek]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. gölek = α) λιμνούλα β) δεξαμενή γ) διαλεκτ., τέλμα.
Νερό που λιμνάζει
:
Παίν' απ' ένα γκολέκ, γιομών' ένα μπότ' λερὀ
(Πηγαίνει σε στεκούμενο νερό, γεμίζει ἐνα σταμνάκι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.