ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκολέκ (ουσ.) γκολέκ [gοˈlek] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. gölek = α) λιμνούλα β) δεξαμενή γ) διαλεκτ., τέλμα.
Νερό που λιμνάζει : Παίν' απ' ένα γκολέκ, γιομών' ένα μπότ' λερὀ (Πηγαίνει σε στεκούμενο νερό, γεμίζει ἐνα σταμνάκι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.