γκουβερτζιλέ
(ουσ. ουδ.)
γκουβερτζιλές
[guverdziˈles]
Μαλακ.
κοβέρτζιλε
[koˈverdzile]
Φλογ.
γκιοβερτσιλέ
[ɟοvertsiˈle]
Τελμ.
Από τουρκ. ουσ. güherçile = νιτρικὸ κάλιο, όπου και παλαιότ.-διαλεκτ. τύπ. güverçile. Η λ. απαντά σε ιατροσόφια και έγγρ. του 18ου και 19ου αι. ως γκιουβερτζιλέ (Λεξ. Βυζ., λ. λατρόνι), γκιουβερτσιλέ, γκιβερτζιλέ, γιβερτζιλέ.