γκιουντούτς
(επίθ.)
γκιουdούτς̑
[ɟuˈdutʃ]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. güdük = α) κολοβός β) κοντός γ) ατελής.
Κολοβός, κοντός
Συνών.
κοντός