ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοντός (επίθ.) κονdό [konˈdo] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ. κοdός [koˈdos] Σίλ. Θηλ. κοντζ̑ή [konˈdʒi] Σίλ. Μεσν. επίθ. κοντός < αρχ. ουσ. κοντός.
1. Κοντός, βραχύς ό.π.τ. : Κονdό σερνικό παντρεύτης (Κοντό άντρα παντρεύτηκες) Μισθ. -Κοτσαν. ’σ’ ούλλα τα βεζίρια απάνω ήτουν γκι ένα κοντό-κοντό, άμμα σο άκλι ντιαβολιού το μέγα ήτουν (Ανώτερος από όλους τους βεζύρηδες ήταν κι ένας πολύ κοντός, αλλά στο μυαλό ήταν πιο μεγάλος κι από τον διάβολο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Τουρκού ντου χέρ' τσ̑είδι μακρύ, ντου σον ντου χέρ' τσ̑είδι κονdό (Του Τούρκου το χέρι είναι μακρύ, το δικό σου το χέρι είναι κοντό˙ Για την αδυναμία αντίδρασης στην τουρκική αυθαιρεσία) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Ο κοντός όσο έν' απάνω ασ' την γη, άλλο τόσο και κάτω (Ο κοντός άνθρωπος όσο ύψος έχει πάνω από την γη, άλλο τόσο και κάτω από αυτήν˙ λέγεται για την πονηριά των κοντών) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γκιουντούτς
2. Πρόσφατος Δίλ. : Που το είχεν κονdό, πεγάζ’ το παπά, διαβάζ’ το (Όποιος είχε πρόσφατο πεθαμένο, πήγαινε τον παπά, ενν. στον τάφο, τον διάβαζε) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887