κοντός
(επίθ.)
κονdό
[konˈdo]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ.
κοdός
[koˈdos]
Σίλ.
Θηλ.
κοντζ̑ή
[konˈdʒi]
Σίλ.
Μεσν. επίθ. κοντός < αρχ. ουσ. κοντός.
1. Κοντός, βραχύς
ό.π.τ.
:
Κονdό σερνικό παντρεύτης
(Κοντό άντρα παντρεύτηκες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
’σ’ ούλλα τα βεζίρια απάνω ήτουν γκι ένα κοντό-κοντό, άμμα σο άκλι ντιαβολιού το μέγα ήτουν
(Ανώτερος από όλους τους βεζύρηδες ήταν κι ένας πολύ κοντός, αλλά στο μυαλό ήταν πιο μεγάλος κι από τον διάβολο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Τουρκού ντου χέρ' τσ̑είδι μακρύ, ντου σον ντου χέρ' τσ̑είδι κονdό
(Του Τούρκου το χέρι είναι μακρύ, το δικό σου το χέρι είναι κοντό˙ Για την αδυναμία αντίδρασης στην τουρκική αυθαιρεσία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Ο κοντός όσο έν' απάνω ασ' την γη, άλλο τόσο και κάτω
(Ο κοντός άνθρωπος όσο ύψος έχει πάνω από την γη, άλλο τόσο και κάτω από αυτήν˙ λέγεται για την πονηριά των κοντών)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γκιουντούτς
2. Πρόσφατος
Δίλ.
:
Που το είχεν κονdό, πεγάζ’ το παπά, διαβάζ’ το
(Όποιος είχε πρόσφατο πεθαμένο, πήγαινε τον παπά, ενν. στον τάφο, τον διάβαζε)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887