ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοντές (ουσ. αρσ.) κοdέ [koˈde] Ανακ. γκοdέ [goˈde] Μαλακ. Πληθ. κοντέδες [koˈdeðes] Σίλατ. κοdέδια [koˈdeðʝa] Ανακ. γκοdέδια [goˈdeðʝa] Μαλακ. κότενες [ˈkotenes] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. göde = κηφήνας (THADS, λ. göde III).
Κηφήνας ό.π.τ. : Τα πίτες χτίνισ̑κάν τα εκείνα, τα κοντέδες, και ύστερα τ' άλλα τα μελίσσια τα πέταζαν (Τις κηρήθρες τις έφτιαχναν εκείνοι, οι κηφήνες, και ύστερα οι εργάτριες μέλισσες τους πέταγαν) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Γκοdέ είσαι; (Είσαι κηφήνας;˙ λεγόταν σε άπραγους και τεμπέληδες) Ανακ. -Κωστ.Α.