κοντές
(ουσ. αρσ.)
κοdέ
[koˈde]
Ανακ.
γκοdέ
[goˈde]
Μαλακ.
Πληθ.
κοντέδες
[koˈdeðes]
Σίλατ.
κοdέδια
[koˈdeðʝa]
Ανακ.
γκοdέδια
[goˈdeðʝa]
Μαλακ.
κότενες
[ˈkotenes]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. göde = κηφήνας (THADS, λ. göde III).
Κηφήνας
ό.π.τ.
:
Τα πίτες χτίνισ̑κάν τα εκείνα, τα κοντέδες, και ύστερα τ' άλλα τα μελίσσια τα πέταζαν
(Τις κηρήθρες τις έφτιαχναν εκείνοι, οι κηφήνες, και ύστερα οι εργάτριες μέλισσες τους πέταγαν)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Γκοdέ είσαι;
(Είσαι κηφήνας;˙ λεγόταν σε άπραγους και τεμπέληδες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.