ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοντεύω (ρ.) κονdεύω [konˈdevo] Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ. κονdεύου [konˈdevu] Φάρασ. κουνdεύου [kunˈdevu] Μαλακ., Μισθ. κονdέου [konˈdeu] Φάρασ. Αόρ. κόνdεψα [ˈkondepsa] Ποτάμ., Σινασσ. Μεσν. ρ. κοντεύω.
1. Κοντεύω, πλησιάζω σε κάποιον τόπο ό.π.τ. : Κουντεύουμ' σου χουριό (Πλησιάζουμε στο χωριό) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιακλαστίζω :1
2. Κοντεύω, καταφέρνω σχεδόν να κάνω κάτι ό.π.τ. : Κοντεύ'νι να λάχ'νι κάτ' (Κοντεύουν να πέσουν κάτω) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κοντεύει να φωτίσ̑’ (Κοντεύει να ξημερώσει) Ανακ. -Κωστ.Α. Έρυξαν, έρυξαν, κόνdιψαν να φέρ'νι τα πράματα. (Έσκαψαν, έσκαψαν, κόντεψαν να βρούνε τα πράγματα) Μαλακ. -Dawk. Τεμεαρ γλώσσα κοντεύ' να χαστιχεί (Η γλώσσα μας κοντεύει να χαθεί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γιακλαστίζω :2, γιακουναντίζω :2
β. Και απροσώπως, παρά λίγο να συμβεί κάτι Σινασσ. : Μ' έπιασε το χορίδι μου, κόντεψε να το σαλτίσω στη στρώση (Με έπιασε κατούρημα, παρά λίγο να τα κάνω στο κρεβάτι ) Σινασσ. -Λεύκωμα
3. Μτβ., κάνω κάτι κοντό, κονταίνω Μαλακ., Φάρασ.
β. Αμτβ., κονταίνω Ποτάμ., Φάρασ. : || Παροιμ. Το γαϊρίδι ν’ αυξήσει, το σαμάρι του κοντεύει (Όταν μεγαλώνει το γαϊδούρι, κονταίνει το σαμάρι του ˙ όταν κάποιος μεγαλώνει, δύσκολα ελέγχεται πλέον) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. || Ασμ. Μακρά στράτες κονdέψετε, βουνά χαμπηλωθείτε
Να έρθει το πουλάκι μου οπού δεν ξεύρει στράτες
(Μακριοί δρόμοι λιγοστέψτε, βουνά χαμηλώστε
Να έρθει το πουλάκι μου που δεν ξέρει τους δρόμους)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327