κοντεύω
(ρ.)
κονdεύω
[konˈdevo]
Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ.
κονdεύου
[konˈdevu]
Φάρασ.
κουνdεύου
[kunˈdevu]
Μαλακ., Μισθ.
κονdέου
[konˈdeu]
Φάρασ.
Αόρ.
κόνdεψα
[ˈkondepsa]
Ποτάμ., Σινασσ.
Μεσν. ρ. κοντεύω.
1. Κοντεύω, πλησιάζω σε κάποιον τόπο
ό.π.τ.
:
Κουντεύουμ' σου χουριό
(Πλησιάζουμε στο χωριό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιακλαστίζω :1
2. Κοντεύω, καταφέρνω σχεδόν να κάνω κάτι
ό.π.τ.
:
Κοντεύ'νι να λάχ'νι κάτ'
(Κοντεύουν να πέσουν κάτω)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κοντεύει να φωτίσ̑’
(Κοντεύει να ξημερώσει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Έρυξαν, έρυξαν, κόνdιψαν να φέρ'νι τα πράματα.
(Έσκαψαν, έσκαψαν, κόντεψαν να βρούνε τα πράγματα)
Μαλακ.
-Dawk.
Τεμεαρ γλώσσα κοντεύ' να χαστιχεί
(Η γλώσσα μας κοντεύει να χαθεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γιακλαστίζω :2, γιακουναντίζω :2
β.
Και απροσώπως, παρά λίγο να συμβεί κάτι
Σινασσ.
:
Μ' έπιασε το χορίδι μου, κόντεψε να το σαλτίσω στη στρώση
(Με έπιασε κατούρημα, παρά λίγο να τα κάνω στο κρεβάτι
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
3. Μτβ., κάνω κάτι κοντό, κονταίνω
Μαλακ., Φάρασ.
β.
Αμτβ., κονταίνω
Ποτάμ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το γαϊρίδι ν’ αυξήσει, το σαμάρι του κοντεύει
(Όταν μεγαλώνει το γαϊδούρι, κονταίνει το σαμάρι του
˙
όταν κάποιος μεγαλώνει, δύσκολα ελέγχεται πλέον)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
|| Ασμ.
Μακρά στράτες κονdέψετε, βουνά χαμπηλωθείτε
Να έρθει το πουλάκι μου οπού δεν ξεύρει στράτες (Μακριοί δρόμοι λιγοστέψτε, βουνά χαμηλώστε
Να έρθει το πουλάκι μου που δεν ξέρει τους δρόμους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Να έρθει το πουλάκι μου οπού δεν ξεύρει στράτες (Μακριοί δρόμοι λιγοστέψτε, βουνά χαμηλώστε
Να έρθει το πουλάκι μου που δεν ξέρει τους δρόμους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327