κοντοστέκω
(ρ.)
κονdοστέκνω
[kondoˈstekno]
Σινασσ.
Παθ.
κονdοστέκουμι
[kondoˈstekumi]
Μαλακ.
Αόρ.
κονdοστάθα
[kondoˈstaθa]
Μαλακ.
Μεσν. ρ. κοντοστέκω.
Κοντοστέκω, σταματώ για λίγο, διστάζω
ό.π.τ.