ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοντύλημα (ουσ. ουδ.) κοντύλημα [konˈdilima] Μισθ. κοντζ̑ύλημα [konˈdʒilima] Γούρδ. κονdζ̑ύλεμα [konˈdʒilema] Αραβαν. Από το ρ. κοντυλώ, όπου και τύπ. κονdζ̑υλώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. μεσν. ουσ. κονδύλισμα = εμπόδιο.
Σκόνταμμα ό.π.τ.