κοντύλημα
(ουσ. ουδ.)
κοντύλημα
[konˈdilima]
Μισθ.
κοντζ̑ύλημα
[konˈdʒilima]
Γούρδ.
κονdζ̑ύλεμα
[konˈdʒilema]
Αραβαν.
Από το ρ. κοντυλώ, όπου και τύπ. κονdζ̑υλώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. μεσν. ουσ. κονδύλισμα = εμπόδιο.
Σκόνταμμα
ό.π.τ.