κόντζορος
(ουσ. αρσ.)
κόντζ̑ορος
[ˈkondʒoros]
Φάρασ.
Πιθ. από το ουσ. κούντουρος, όπου και τύπ. κόντζορος Φάρασ. (αρχική σημ. = μικρός, κουτσουρεμένος), λόγω σχήματος. Εναλλακτικά, πιθ. σχετίζεται με το μεσν. ουσ. κατζίν = θυμιατό ή μαγκάλι (LBG).
Πβ.
Κούντουρος
Eίδος μεγάλου στριφτού εορταστικού κεριού με τρία φιτίλια
Φάρασ.
:
Παίρκαμ' το Άγιο Φως μο τον κόντζ̑ορο, τσ̑αι σόγκριζαν τ' αλτινά τα βα
(Παίρναμε το Άγιο Φως με τον κόντζορο, και τσούγκριζαν τα κόκκινα αβγά)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
|| Φρ.
Τένdζερης πάνω σου, κόντζ̑ορος 'ποκάτω σου
(Τέντζερης από πάνω σου, κόντζορος από κάτω σου˙ ευχή να μη λείψουν χρήματα για φαγητό και κεριά στις εορτές)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Πβ.
σάμαλι