ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόντζορος (ουσ. αρσ.) κόντζ̑ορος [ˈkondʒoros] Φάρασ. Πιθ. από το ουσ. κούντουρος, όπου και τύπ. κόντζορος Φάρασ. (αρχική σημ. = μικρός, κουτσουρεμένος), λόγω σχήματος. Εναλλακτικά, πιθ. σχετίζεται με το μεσν. ουσ. κατζίν = θυμιατό ή μαγκάλι (LBG). Πβ. Κούντουρος
Eίδος μεγάλου στριφτού εορταστικού κεριού με τρία φιτίλια Φάρασ. : Παίρκαμ' το Άγιο Φως μο τον κόντζ̑ορο, τσ̑αι σόγκριζαν τ' αλτινά τα βα (Παίρναμε το Άγιο Φως με τον κόντζορο, και τσούγκριζαν τα κόκκινα αβγά) Φάρασ. -Ιορδαν. || Φρ. Τένdζερης πάνω σου, κόντζ̑ορος 'ποκάτω σου (Τέντζερης από πάνω σου, κόντζορος από κάτω σου˙ ευχή να μη λείψουν χρήματα για φαγητό και κεριά στις εορτές) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Πβ. σάμαλι