ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοντά (επίρρ.) κονdά [konˈda] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τσουχούρ., Φάρασ. κοdά [koˈda] Σίλ. κουνdά [kunˈda] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ. Μεσν. επίρρ. κοντά < επίθ. κοντός.
1. Κοντά, πλησίον ό.π.τ. : Τσ̑άι κοdά κάτσαμι (Καθήσαμε κοντά στο ρυάκι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άμα εύρεις κανείνα σπόρος, καλείς κονdά σ' τα μικρά σ' με το κακάνισμα σ' (Άμα βρεις κανένα σπόρο, καλείς κοντά σου τα μικρά σου με το κακάρισμά σου) Γούρδ. -Καράμπ. Σοκούλ'σε κουνdά τ' (Χώθηκε κοντά του, στο πλευρό του) Ουλαγ. -Κεσ. Ότις έρτ' κουνdά 'ς του τζ̑ιτζ̑ί, γ̇ιdά (Όποιος έρθει κοντά στην πέτρα, κερδίζει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Απ' ναίκα μας κουνdά ντε μπορούμ' να φύουμ', Αχανάς! Πήραν μας χαμπάρ' (Από την γυναίκα μας κοντά δεν μπορούμε να φύγουμε, Θανάση! Μας πήραν χαμπάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τιουρενιού γραμμές ντε ράντσ̑αμ' σου Μισ̑τί κουνdά (Γραμμές τρένου δεν είδαμε κοντά στο Μιστί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Κοντά-κοντά (Κοντά-κοντά˙ δίπλα-δίπλα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ς άλλα κονdά (Κοντά σε άλλα˙ Κοντά-κοντά, πολύ κοντά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Μό τό χορτάρι σην νεστία κοντά μη παγαίνεις (Με το μπαρούτι στην φωτιά κοντά μην πηγαίνεις˙ Μην προκαλείς μόνος σου κινδύνους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιακίν
2. Μαζί, από κοντά Αξ., Αραβαν., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Με ντάμα του ήφαρην τσ̑αι α μιτσίκκο χαριένι σο μέγα κονdά (Μα έφερε μαζί του και μιά μικρή κατσαρόλα μαζί με την μεγάλη) Φάρασ. -Παπαδ. Το ταζό η νύφη τρώγκιν λέικο παρέτσ̑ει κονdά σην πεθερά του. (Η νέα νύφη έτρωγε λίγο παρακεί, μαζί με την πεθερά της) Φάρασ. -Παπαδ. Σέλεις κοdά σ' ένα κανείνα (Θέλεις μαζί σου κάποιον) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να κοιμερείς ερού σ’ εμάς κοντά (Να κοιμηθείς εδώ μαζί μας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τ͑ίς το ξεύρ σ’ πσ̑ό σας κονdά κοιμήχεν γκαι φούσκωσεν τ’ κοιλιά τ’ (Ποιος το ξέρει με ποιον από σας κοιμήθηκε και φούσκωσε η κοιλιά της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήρεν πεντ' έξ̇ι κορίτσα κονdά τ' και πήγεν θάλασσα το νάκρα (Πήρε πέντ' έξι κορίτσια μαζί της και πήγε στην ακροθαλασσιά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
β. Μτφ., για μόνιμη συνύπαρξη, δίπλα, παρά, μαζί ό.π.τ. : Να πάω ντα φσ̑άγια μ' κουνdά (Θα πάω να είμαι μαζί με τα παιδιά μου ) Ουλαγ. -Κεσ. Άμε ντο βαβά σ' κουνdά (Πήγαινε στον πατέρα σου ) Ουλαγ. -Dawk. Σι σένα κοντά τζ̑ο κάθομι, 'α υπάγου (Μαζί σου δεν κάθομαι, θα φύγω ) Τσουχούρ. -Dawk. Αμ' περάνουμ' εμείς, σε τσ̑ίνα κονdά να βαήκουμ' το εβλάσ̑' μας; (Αν πεθάνουμε εμείς, σε ποιον να αφήσουμε το παιδί μας; ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τι να ποικ', πήγεν ζενκίν' κοντά, στάθεν τζιράχ' (Τι να κάνει, πήγε στον πλούσιο, μπήκε υπηρέτης του ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πήρι μας κάκα Βλασ̑τητσ̑ή, λε, κουντά τ' μεγάλουσαμ' (Μας πήρε η γιαγιά Βασιλική, λέει, μαζί της μεγαλώσαμε ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Μπροστά, ενώπιον Αξ., Μισθ. : Μαγάρ'σεν ντo 'ς χώρα κονdά (Τον ταπείνωσε μπροστά στους ξένους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σου πεχερό μ' κουνdά ντεν γκιαλάτζιβα (Μπροστά στον πεθερό μου δεν μιλούσα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Ογώ 'τουν πέρνανα απ' τύρα σ' κουνdά, ισ̑ύ άλμιϊς τσ̑ιγκίτσ̑α (Εγώ όταν πέρναγα μπροστά από την πόρτα σου, εσύ άρμεγες κατσίκια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αγνέντα, χουζούρι