κοντά
(επίρρ.)
κονdά
[konˈda]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τσουχούρ., Φάρασ.
κοdά
[koˈda]
Σίλ.
κουνdά
[kunˈda]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
Μεσν. επίρρ. κοντά < επίθ. κοντός.
1. Κοντά, πλησίον
ό.π.τ.
:
Τσ̑άι κοdά κάτσαμι
(Καθήσαμε κοντά στο ρυάκι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άμα εύρεις κανείνα σπόρος, καλείς κονdά σ' τα μικρά σ' με το κακάνισμα σ'
(Άμα βρεις κανένα σπόρο, καλείς κοντά σου τα μικρά σου με το κακάρισμά σου)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σοκούλ'σε κουνdά τ'
(Χώθηκε κοντά του, στο πλευρό του)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ότις έρτ' κουνdά 'ς του τζ̑ιτζ̑ί, γ̇ιdά
(Όποιος έρθει κοντά στην πέτρα, κερδίζει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Απ' ναίκα μας κουνdά ντε μπορούμ' να φύουμ', Αχανάς! Πήραν μας χαμπάρ'
(Από την γυναίκα μας κοντά δεν μπορούμε να φύγουμε, Θανάση! Μας πήραν χαμπάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τιουρενιού γραμμές ντε ράντσ̑αμ' σου Μισ̑τί κουνdά
(Γραμμές τρένου δεν είδαμε κοντά στο Μιστί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Κοντά-κοντά
(Κοντά-κοντά˙ δίπλα-δίπλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ς άλλα κονdά
(Κοντά σε άλλα˙ Κοντά-κοντά, πολύ κοντά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Μό τό χορτάρι σην νεστία κοντά μη παγαίνεις
(Με το μπαρούτι στην φωτιά κοντά μην πηγαίνεις˙ Μην προκαλείς μόνος σου κινδύνους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιακίν
2. Μαζί, από κοντά
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Με ντάμα του ήφαρην τσ̑αι α μιτσίκκο χαριένι σο μέγα κονdά
(Μα έφερε μαζί του και μιά μικρή κατσαρόλα μαζί με την μεγάλη)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το ταζό η νύφη τρώγκιν λέικο παρέτσ̑ει κονdά σην πεθερά του.
(Η νέα νύφη έτρωγε λίγο παρακεί, μαζί με την πεθερά της)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σέλεις κοdά σ' ένα κανείνα
(Θέλεις μαζί σου κάποιον)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να κοιμερείς ερού σ’ εμάς κοντά
(Να κοιμηθείς εδώ μαζί μας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τ͑ίς το ξεύρ σ’ πσ̑ό σας κονdά κοιμήχεν γκαι φούσκωσεν τ’ κοιλιά τ’
(Ποιος το ξέρει με ποιον από σας κοιμήθηκε και φούσκωσε η κοιλιά της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήρεν πεντ' έξ̇ι κορίτσα κονdά τ' και πήγεν θάλασσα το νάκρα
(Πήρε πέντ' έξι κορίτσια μαζί της και πήγε στην ακροθαλασσιά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
Μτφ., για μόνιμη συνύπαρξη, δίπλα, παρά, μαζί
ό.π.τ.
:
Να πάω ντα φσ̑άγια μ' κουνdά
(Θα πάω να είμαι μαζί με τα παιδιά μου
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Άμε ντο βαβά σ' κουνdά
(Πήγαινε στον πατέρα σου
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Σι σένα κοντά τζ̑ο κάθομι, 'α υπάγου
(Μαζί σου δεν κάθομαι, θα φύγω
)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Αμ' περάνουμ' εμείς, σε τσ̑ίνα κονdά να βαήκουμ' το εβλάσ̑' μας;
(Αν πεθάνουμε εμείς, σε ποιον να αφήσουμε το παιδί μας;
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τι να ποικ', πήγεν ζενκίν' κοντά, στάθεν τζιράχ'
(Τι να κάνει, πήγε στον πλούσιο, μπήκε υπηρέτης του
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πήρι μας κάκα Βλασ̑τητσ̑ή, λε, κουντά τ' μεγάλουσαμ'
(Μας πήρε η γιαγιά Βασιλική, λέει, μαζί της μεγαλώσαμε
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Μπροστά, ενώπιον
Αξ., Μισθ.
:
Μαγάρ'σεν ντo 'ς χώρα κονdά
(Τον ταπείνωσε μπροστά στους ξένους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σου πεχερό μ' κουνdά ντεν γκιαλάτζιβα
(Μπροστά στον πεθερό μου δεν μιλούσα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Ογώ 'τουν πέρνανα απ' τύρα σ' κουνdά, ισ̑ύ άλμιϊς τσ̑ιγκίτσ̑α
(Εγώ όταν πέρναγα μπροστά από την πόρτα σου, εσύ άρμεγες κατσίκια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αγνέντα, χουζούρι