κοντυλεύω
(ρ.)
κονdυλεύω
[kondiˈlevo]
Σίλ.
Από το ρ. κοντυλώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -εύω.
Σκοντάφτω
:
Ως πορπατά να κονdυλεύει
(Όπως περπατάει να σκοντάφτει)
Σίλ.
-Pernot.Gall.