κοντύλι
(ουσ. ουδ.)
κονdύλι
[konˈdili]
Φάρασ.
κοdύλι
[koˈdili]
Σίλ.
κονdύλ'
[konˈndil]
Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. κοντύλιν, υποκορ. του αρχ. κόνδυλος.
1. Κοντύλι, γραφίδα, πένα
ό.π.τ.
:
Του σκολείου τα τσ̑οτσ̑ούχα είχαν κοντύλι τζαι πλάκα
(Tα παιδιά του σχολείου είχαν πλάκα και κοντύλι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σ̑ήμερ' παιρί μ' χάσε κοdύλιν dου
(Σήμερα το παιδί μου έχασε το κοντύλι του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
καλέμι
2. Κονδύλιο, αριθμητικό ποσό σε κατάστιχο
Σινασσ.