ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοντύλι (ουσ. ουδ.) κονdύλι [konˈdili] Φάρασ. κοdύλι [koˈdili] Σίλ. κονdύλ' [konˈndil] Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. κοντύλιν, υποκορ. του αρχ. κόνδυλος.
1. Κοντύλι, γραφίδα, πένα ό.π.τ. : Του σκολείου τα τσ̑οτσ̑ούχα είχαν κοντύλι τζαι πλάκα (Tα παιδιά του σχολείου είχαν πλάκα και κοντύλι) Φάρασ. -Παπαδ. Σ̑ήμερ' παιρί μ' χάσε κοdύλιν dου (Σήμερα το παιδί μου έχασε το κοντύλι του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. καλέμι
2. Κονδύλιο, αριθμητικό ποσό σε κατάστιχο Σινασσ.