ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοπανίζω (ρ.) κοπανίζω [kopaˈnizo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. κοπανίζου [kopaˈnizu] Σίλ. κουπανίζω [kupaˈnizo] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σατ., Φάρασ. κουπανίζου [kupaˈnizu] Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ. γκουμπανίζω [gubaˈnizo] Φάρασ. κουπανώ [kupaˈno] Μισθ., Σίλ. καπανίζω [kapaˈnizo] Σίλ. κουβάζω [kuˈvazo] Ποτάμ. Παρατατ. κουπάνιζα [kuˈpaniza] Αραβαν. Αόρ. κοπάν'σα [kοˈpansa] Σίλ., Φάρασ. κουπάν'σα [kuˈpansa] Αραβαν., Σίλ., Φάρασ. κουπάντσα [kuˈpantsa] Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. κουβάν'σα [kuˈvansa] Φάρασ. Παθ. κουπανίζομαι [kupaˈnizome] Φάρασ. Παρατατ. κουπανιζόμουν [kupaniˈzomun] Αραβαν. Mεταγν. ρ. κοπανίζω. Ο τύπ. κοπανώ από μεταπλ. κατά τα ρ. σε λόγω του κοινού αορ. Ο τύπ. κουπανίζω ήδη μεσν.
1. Χτυπώ αλλεπάλληλα με κόπανο, γουδοχέρι κ.τ.ό. ό.π.τ. : Μι τ' χαβάνι σε κουπανίσου σκόρντους (Με το γουδί θα κοπανίσω σκόρδα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έπαρ' ντου τσ̑αμτσ̑ά τσ̑ι κουπάντσι ντα φακούια να φάμι (Πάρε το γουδοχέρι και λιώσε τις φακές να φάμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κοπάνισ’ το κριάς ίσαμι να γενεί μαστίχα (Κοπάνισε, ψιλόκοψε το κρέας ώσπου να γίνει σαν μαστίχα) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Χτυπώ Μισθ., Φάρασ. : Κουπάντσιν ντου τσουφάλι τ’ σου ντουβάρ' (Κοπάνησε το κεφάλι του στον τοίχο) Μισθ. -Κοτσαν. Ας κουπανίσου τσάκουσ̑ Τούρτσ' (Ας χτυπήσω καμιά εικοσαριά Τούρκους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να σε κοπανίζ’ Άγγελος και Μοσχαήλ Αρχάγγελος (Να σε χτυπήσει ο Άγγελος και ο Μιχαήλ Αρχάγγελος και να πεθάνεις· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Κουπάντσεν τα αν καό κουπανέ (Του έδωσε ένα καλό χτύπημα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Κουπάν' ντου τάνι, κουπάν' ντα, πάλ' ένι ντάνι (Xτύπα το τυρόγαλο, χτύπα το, πάλι είναι τυρόγαλο, δηλ. βούτυρο δεν γίνεται˙ Κάποιες καταστάσεις ή κάποιοι άνθρωποι δεν επιδέχονται βελτίωση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το σίδερο 'φότεζ έν' ζεστό κοπανίζουν ντα (To σίδερο το χτυπάνε όταν είναι ζεστό˙ στην βράση κολλάει το σίδερο· για περιπτώσεις όπου απαιτούνται άμεσες ενέργειες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Δέρνω ό.π.τ. : Πουλύ κουπάν'σα παιρί μου (Έδειρα πολύ το παιδί μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σηκώθη η μα μου, κουπάν'σε με (Σηκώθηκε η μάνα μου και με έδειρε) Φάρασ. -Dawk.Boy 'α σι κουπανίσου (Θα σε δείρω) Τσουχούρ. -Dawk. Α ημέρα χολιέστην τζαι πασλάτζιν πάλι να μας κουπανίζει (Μια μέρα θύμωσε και άρχισε πάλι να μας δέρνει) Φάρασ. -Παπαδ. Κουβάν'σε τη ναίκαν ντου· σκότ'σεν ντα (Έδειρε την γυναίκα του· την σκότωσε) Φάρασ. -Dawk. Ολονμέρα στο σπίσ̑’ τουν ζάισ̑καν γαβγά και κουπανιζόσαν (Όλη μέρα στο σπίτι τους καβγάδιζαν και δέρνονταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σών' άλλο· έν'νε ον ετό ταρός το κουπάνιζες, μάρε το καλά, αλλαγ̇ιμιά ντέ να μπορέεις να ντο κουπανίεις (Φτάνει πια· τόσον καιρό το έδερνες, μάθε το καλά, άλλη φορά δεν θα μπορέσεις να το δείρεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κρούω :1, σεπετλετίζω, φαγίζω
4. Μεσοπαθ., χτυπιέμαι θρηνώντας Φάρασ. : Θωρεί α νοματ’, βουριέζεται, κουπανίζεται (Βλέπει έναν άνθρωπο, δέρνεται, χτυπιέται) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.