κοπούρντημα
(ουσ. ουδ.)
κ͑οπ͑ούρντημα
[kʰoˈpʰurdima]
Φάρασ.
κοπούρμα
[koˈpurma]
Φάρασ.
Aπό το ρ. κοπουρντίζω, όπου και τύπ. κοπουρντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Άφρισμα.