ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορασάνι (ουσ. ουδ.) κορασάνι [kοraˈsani] Κίσκ., Φκόσ. χοροσάνι [xorοˈsani] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. κορασάνι και κουρασάνι, το οπ. από το τουρκ. horasan (< περσ. ḫurāsān) = είδος κονιάματος.
Συνδετικό οικοδομικό υλικό από λάσπη και τρίχα καμήλας για την κατασκευή των παλιών σπιτιών ό.π.τ.