κορασάνι
(ουσ. ουδ.)
κορασάνι
[kοraˈsani]
Κίσκ., Φκόσ.
χοροσάνι
[xorοˈsani]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. κορασάνι και κουρασάνι, το οπ. από το τουρκ. horasan (< περσ. ḫurāsān) = είδος κονιάματος.
Συνδετικό οικοδομικό υλικό από λάσπη και τρίχα καμήλας για την κατασκευή των παλιών σπιτιών
ό.π.τ.