ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορασούλα (ουσ. θηλ.) κορασούλα [koraˈsula] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ. κορασ̑ούλα [koraˈʃula] Μαλακ. Από το ουσ. κοράσι και το υποκορ. επίθμ. -ούλα.
Μόνο σε άσμ., κοπέλα ό.π.τ. : || Ασμ. Παπά, κοινώνησε κι εμέ, φύγαν τα κορασούλες
Κοινώνησες, κοινώνησες, την Πλουμιστήν αφήκες
(Παπά, κοινώνησε κι εμένα, φύγανε οι κοπέλες
Κοινώνησες, κοινώνησες, την Πλουμιστή την άφησες)
Ανακ. -Παχτ.