κορασούλα
(ουσ. θηλ.)
κορασούλα
[koraˈsula]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ.
κορασ̑ούλα
[koraˈʃula]
Μαλακ.
Από το ουσ. κοράσι και το υποκορ. επίθμ. -ούλα.
Μόνο σε άσμ., κοπέλα
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Παπά, κοινώνησε κι εμέ, φύγαν τα κορασούλες
Κοινώνησες, κοινώνησες, την Πλουμιστήν αφήκες (Παπά, κοινώνησε κι εμένα, φύγανε οι κοπέλες
Κοινώνησες, κοινώνησες, την Πλουμιστή την άφησες) Ανακ. -Παχτ.
Κοινώνησες, κοινώνησες, την Πλουμιστήν αφήκες (Παπά, κοινώνησε κι εμένα, φύγανε οι κοπέλες
Κοινώνησες, κοινώνησες, την Πλουμιστή την άφησες) Ανακ. -Παχτ.