κοράσι
(ουσ. ουδ.)
κοράσι
[koˈrasi]
Σίλατ.
κόρασο
[ˈkoraso]
Τελμ.
κόρασ̑ο
[ˈkoraʃo]
Σινασσ.
Πληθ.
κόρασα
[ˈkorasa]
Ποτάμ.
Από το μεταγν. ουσ. κοράσιον, μεσν. κοράσιν. Οι τύπ. με αναβιβασμό του τόνου από κλητική προσφώνηση.
Μόνο σε άσμ., κορίτσι
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Να ζήσει κι η νεόνυφη σα κόρασα 'νεμέσα
(Να ζήσει και η νεόνυμφη ανάμεσα στα κορίτσια)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ325
Πες μου κοράσι, πε μου, ’παπού γένος είσαι;
(Πες μου, κορίτσι, πες μου, από ποια γενιά κατάγεσαι;)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Αρχόντοι, μη δουλιάζεσθε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Αυτή που μ’ εκώλανεν ήτο ξανθό κοράσ̑ο (Άρχοντες, μη δειλιάζετε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Αυτή που με κυνήγησε ήταν ξανθό κορίτσι) Σινασσ. -Lag.
Αυτή που μ’ εκώλανεν ήτο ξανθό κοράσ̑ο (Άρχοντες, μη δειλιάζετε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Αυτή που με κυνήγησε ήταν ξανθό κορίτσι) Σινασσ. -Lag.