ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοράσι (ουσ. ουδ.) κοράσι [koˈrasi] Σίλατ. κόρασο [ˈkoraso] Τελμ. κόρασ̑ο [ˈkoraʃo] Σινασσ. Πληθ. κόρασα [ˈkorasa] Ποτάμ. Από το μεταγν. ουσ. κοράσιον, μεσν. κοράσιν. Οι τύπ. με αναβιβασμό του τόνου από κλητική προσφώνηση.
Μόνο σε άσμ., κορίτσι ό.π.τ. : || Ασμ. Να ζήσει κι η νεόνυφη σα κόρασα 'νεμέσα (Να ζήσει και η νεόνυμφη ανάμεσα στα κορίτσια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ325 Πες μου κοράσι, πε μου, ’παπού γένος είσαι; (Πες μου, κορίτσι, πες μου, από ποια γενιά κατάγεσαι;) Σίλατ. -Φαρασόπ. Αρχόντοι, μη δουλιάζεσθε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Αυτή που μ’ εκώλανεν ήτο ξανθό κοράσ̑ο
(Άρχοντες, μη δειλιάζετε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Αυτή που με κυνήγησε ήταν ξανθό κορίτσι)
Σινασσ. -Lag.