κορασιότη
(ουσ. θηλ.)
κορασ̑ότη
[koraˈʃoti]
Αξ.
Aπό το ουσ. κοράσι και το παραγωγ. επίθμ. -ότη.
Νιάτα κοριτσιού
:
|| Φρ.
Να φας τα κορασ̑ιότη σ’
(Να φας τα νιάτα σου˙ αρά)
Αξ.
-Μαυροχ.
Πβ.
γκεντσιλίκι
Συνών.
κοριτσοσύνη