ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεντσιλίκι (ουσ. ουδ.) κεντσ̑ιλίκι [centʃiˈlici] Φάρασ. γκεντσ̑'λίκ' [ɟenˈtʃlik] Αξ. κα̈ντσ̑'λίχ̇ι [cænˈtʃlixi] Αφσάρ. κεντσ̑'λι-έχ̇ι [centʃliˈexi] Τσουχούρ. γκεσ̑λία [ɟeˈʃlia] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. gençlik = νεότητα, νεανικότητα.
1. Νεανικότητα ό.π.τ. : Να είχα κό σου τα γκεσ̑λία (Να είχα τα νιάτα σου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. κορασιότη, Συνών. ντελικανοσύνη
2. Ομορφιά Φάρασ. Συνών. γιαχίσι :1, γκιουζελίκι, κελεσλίκι, ομορφιά
3. Παλληκαριά Φάρασ. Συνών. ντελικανοσύνη, παλληκαριότη