γκεντσιλίκι
(ουσ. ουδ.)
κεντσ̑ιλίκι
[centʃiˈlici]
Φάρασ.
γκεντσ̑'λίκ'
[ɟenˈtʃlik]
Αξ.
κα̈ντσ̑'λίχ̇ι
[cænˈtʃlixi]
Αφσάρ.
κεντσ̑'λι-έχ̇ι
[centʃliˈexi]
Τσουχούρ.
γκεσ̑λία
[ɟeˈʃlia]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. gençlik = νεότητα, νεανικότητα.
1. Νεανικότητα
ό.π.τ.
:
Να είχα κό σου τα γκεσ̑λία
(Να είχα τα νιάτα σου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πβ.
κορασιότη, Συνών.
ντελικανοσύνη