γκετς
(επίρρ.)
γκετς̑
[ɟetʃ]
Σίλατ.
γκέτσ̑α
[ˈɟetʃa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίρρ. geç = αργά.
Ως χρον. επίρρ., αργά
ό.π.τ.
:
Αυόπμα πολύ γκέτσ̑α ξυπνώ
(Το πρωί ξυπνάω πολύ αργά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Ασμ.
Γκέτσ̑α ζούμουσ', γκέτσ̑α κόλλησ', γκέτσ̑α γ-έλα στσην γκάμαρα
(Αργά ζύμωσε, αργά ψήσε, αργά έλα στην καμάρα)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Συνών.
ξώρας