ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκετς (επίρρ.) γκετς̑ [ɟetʃ] Σίλατ. γκέτσ̑α [ˈɟetʃa] Σίλ. Από το τουρκ. επίρρ. geç = αργά.
Ως χρον. επίρρ., αργά ό.π.τ. : Αυόπμα πολύ γκέτσ̑α ξυπνώ (Το πρωί ξυπνάω πολύ αργά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Ασμ. Γκέτσ̑α ζούμουσ', γκέτσ̑α κόλλησ', γκέτσ̑α γ-έλα στσην γκάμαρα (Αργά ζύμωσε, αργά ψήσε, αργά έλα στην καμάρα) Σίλ. -Εκμεκ. Συνών. ξώρας