γκέρντημα
(ουσ. ουδ.)
γκιάρντημα
[ɟˈardima]
Μισθ.
Από το ρ. γκερντίζω, όπου και τύπ. γκιαρντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Συνουσία
Συνών.
τσάχτημα :4