ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκετσιρντώ (ρ.) γκετσιρντού [ɟetsirˈdu] Ουλαγ. γκετσιρού [ɟetsiˈru] Ουλαγ. γκιατσιρντώ [ɟatsirˈdo] Μισθ. Παρατατ. γκετσίρντιζα [ɟeˈtsirdiza] Μισθ. γκετσ̑ίρντεινισ̑γκα [ɟeˈtʃirdiniʃga] Ουλαγ. Υποτ. γκετσιρντίσου [ɟetsirˈdisu] Μισθ. Προστ. Εν. γκιατσίρντα [ɟaˈtsirda] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. geçirmek = α) περνώ κάτι μέσα από κάτι άλλο β) μεταδίδω γ) υφίσταμαι δ) καταγράφω ε) ξεπροβοδίζω.
1. Κάνω κάτι να περάσει μέσα από κάτι άλλο ό.π.τ. : Με το μουχαbέτ' γκετσ̑ίρντεινισ̑γκαν το öμϋρΰ τ' (Με την ευτυχία περνούσαν την ζωή τους) Ουλαγ. -Dawk. Γκιατσίρντα λίου ντου κλωστή σου βολάν' απέσ’ (Πέρνα λίγο την κλωστή μέσα στην βελόνα) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Μτφ., διατρέχω κείμενο Μισθ. : Γκετσίρντιζαν ντου ψαλετήρ' (Διάβαζαν το ψαλτήρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. διαβάζω, ψάλλω