γκιλί
(ουσ. ουδ.)
γκιλί
[ɟiˈli]
Αξ.
γκίλι
[ˈɟili]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gili = είδος παιχνιδιού με παραλλαγές (THADS, λ. gili I). Ο τύπ. γκίλι μόνο στην φρ. γκίλι γκίλι, που την έλεγαν κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.
Είδος παιχνιδιού που παιζόταν με τροχούς ή με στεφάνια τροχών
Συνών.
κυλίντρι :4
β.
Συνεκδ., το σιδερένιο στεφάνι του τροχού
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025