ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιλί (ουσ. ουδ.) γκιλί [ɟiˈli] Αξ. γκίλι [ˈɟili] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gili = είδος παιχνιδιού με παραλλαγές (THADS, λ. gili I). Ο τύπ. γκίλι μόνο στην φρ. γκίλι γκίλι, που την έλεγαν κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.
Είδος παιχνιδιού που παιζόταν με τροχούς ή με στεφάνια τροχών Συνών. κυλίντρι :4
β. Συνεκδ., το σιδερένιο στεφάνι του τροχού
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025