ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιντί (ουσ. ουδ.) γκϋdΰ [ɟyˈdy] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. güdü = α) ώθηση β) κίνητρο, στόχος γ) ως διαλεκτ. σημ., κοπάδι. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. φρ. güdü yeri = βοσκοτόπι.
Βοσκή : Γουζί αόπουρμα πήγινι, έρσ̑' οπ’ γκϋdΰ (Το αρνί το πρωί πήγαινε, το βράδυ ερχόταν από την βοσκή) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. βοσκή, βόσκημα, βόσκος