γκιντί
(ουσ. ουδ.)
γκϋdΰ
[ɟyˈdy]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. güdü = α) ώθηση β) κίνητρο, στόχος γ) ως διαλεκτ. σημ., κοπάδι. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. φρ. güdü yeri = βοσκοτόπι.