βόσκημα
(ουσ. ουδ.)
βόσ̑κημα
[ˈvoʃcima]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
Από το νεότ. ουσ. βόσκημα = βόσκηση (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. βοσκίζω, όπου και τύπ. βοσκώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Δεν συνεχίζει το αρχ. ουσ. βόσκημα = εκτρεφόμενο ζώο.