βουζλαΐζω
(ρ.)
βουζλαΐζου
[vuzlaˈizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. vızlamak = βουίζω.
Βουίζω
:
Βουζλαΐζ'νι ντ' αφτιά μ'
(Βουίζουν τα αφτιά μου)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
βιζιλατίζω :1, βανιλατίζω