ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βανιλατίζω (ρ.) βαν̇ιλατίζω [vaŋilaˈtizo] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. vınlamak (αόρ. vınladı), όπου και διαλεκτ. τύπ. vañılamak = για μύγα, βομβώ.
Βομβώ : Αρέ του τεβού το 'τί βαν̇ιλατίζει τσ̑αι κάθιτι (Τώρα το αφτί του δράκου βουίζει συνεχώς) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. βαζιρτατίζω, βιζιλατίζω :1, βουζλαΐζω