βαλιώνας
(επίθ.)
βαλιώνας
[vaˈʎonas]
Μισθ.
Από το ουσ. βουβάλι, όπου και τύπ. βάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Βουβαλίσιος
Μισθ.