ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαμπάκι (ουσ. ουδ.) βαμbάκι [vamˈbaci] Κίσκ., Φκόσ. βαμbάκ' [vamˈbac] Σίλατ., Φλογ. βαμbάτσ̑ι [vamˈbatʃi] Φάρασ., Φκόσ. παμbάκ' [pamˈbak] Μαλακ. μπαbάκ' [baˈbaˈk] Σίλ. μπαbάτσ̑' [baˈbatʃ] Μισθ. Μεσν. ουσ. βαμπάκι, υποκορ. του μεταγν. ουσ. βάμβαξ.
Βαμβάκι ό.π.τ. : Να πάγω σο κάστρο, να μεταλλάξω τα νήματα με το βαμbάκ' (Θα πάω στην πόλη, να ανταλλάξω τα νήματα με βαμβάκι) Φλογ. -Dawk. Παίνισκαμ' σώρουβαμ' μπαbάτσ̑α (Πηγαίναμε μαζεύαμε μπαμπάκι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Οπ’ μπαbάκ’ σε ποίσ’ ένα φιτίλι (Aπό μπαμπάκι θα φτιάξω ένα φιτίλι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Για να δα μεγαλώσου τι να κάνου; Τι άργαδα χιώρεινα; Σούρουβα χωρανούς μπαbάτσ̑α (Για να τα μεγαλώσω τι να κάνω; Τι δουλειές έκανα; Μάζευα ξένα μπαμπάκια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πότιζαμ' μπαbάτσ̑', φέριξαμ' ξερικό μπαbάτσ̑', ξερικό μουσ̑ούρ' (Ποτίζαμε το βαμβάκι, φέρναμε ξερικό μπαμπάκι, ξερικό καλαμπόκι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Φτένκαμ' 'σ' βαμbάτσ̑' αν άσπρον τσ̑αραστούπ' (Φτιάχναμε από μπαμπάκι ένα άσπρο κεροστούπι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Μπαμbατσ̑ού λάι (Βαμβακιού λάδι˙ βαμβακέλαιο) Μισθ. -Κοτσαν. Μπαμbατσ̑ού γεράσπαρους (Βαμβακιού αγρότης˙ βαμβακοπαραγωγός) Μισθ. -Κοτσαν.