βαμπάκι
(ουσ. ουδ.)
βαμbάκι
[vamˈbaci]
Κίσκ., Φκόσ.
βαμbάκ'
[vamˈbac]
Σίλατ., Φλογ.
βαμbάτσ̑ι
[vamˈbatʃi]
Φάρασ., Φκόσ.
παμbάκ'
[pamˈbak]
Μαλακ.
μπαbάκ'
[baˈbaˈk]
Σίλ.
μπαbάτσ̑'
[baˈbatʃ]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. βαμπάκι, υποκορ. του μεταγν. ουσ. βάμβαξ.
Βαμβάκι
ό.π.τ.
:
Να πάγω σο κάστρο, να μεταλλάξω τα νήματα με το βαμbάκ'
(Θα πάω στην πόλη, να ανταλλάξω τα νήματα με βαμβάκι)
Φλογ.
-Dawk.
Παίνισκαμ' σώρουβαμ' μπαbάτσ̑α
(Πηγαίναμε μαζεύαμε μπαμπάκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Οπ’ μπαbάκ’ σε ποίσ’ ένα φιτίλι
(Aπό μπαμπάκι θα φτιάξω ένα φιτίλι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Για να δα μεγαλώσου τι να κάνου; Τι άργαδα χιώρεινα; Σούρουβα χωρανούς μπαbάτσ̑α
(Για να τα μεγαλώσω τι να κάνω; Τι δουλειές έκανα; Μάζευα ξένα μπαμπάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πότιζαμ' μπαbάτσ̑', φέριξαμ' ξερικό μπαbάτσ̑', ξερικό μουσ̑ούρ'
(Ποτίζαμε το βαμβάκι, φέρναμε ξερικό μπαμπάκι, ξερικό καλαμπόκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φτένκαμ' 'σ' βαμbάτσ̑' αν άσπρον τσ̑αραστούπ'
(Φτιάχναμε από μπαμπάκι ένα άσπρο κεροστούπι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Μπαμbατσ̑ού λάι
(Βαμβακιού λάδι˙ βαμβακέλαιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπαμbατσ̑ού γεράσπαρους
(Βαμβακιού αγρότης˙ βαμβακοπαραγωγός)
Μισθ.
-Κοτσαν.