ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάλλω (ρ.) βάλλω [ˈvalo] Ανακ., Σινασσ. βάλλου [ˈvalu] Μισθ., Σίλ. βάνω [ˈvano] Ποτάμ. Παρατατ. βάλλισ̑κα [ˈvaliʃka] Δίλ., Ποτάμ., Τελμ., Τσελτ. βάνισκα [ˈvaniska] Ποτάμ. έβαλλα [ˈevala] Ποτάμ. έβαζα [ˈevaza] Τελμ. Αόρ. έβαλα [ˈevala] Σίλ., Σινασσ. Από το αρχ. ρ. βάλλω. Ο τύπ. βάνω μεσν.
Βάζω ό.π.τ. : T' όξ̑ινου γάλα βάλλουμ' ντου σου τ͑ουρβά (Το ξινόγαλο το βάζουμε στον τορβά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βάλλισκαν το σο νερό μέσα (Το έβαζαν μέσα στο νερό) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Βάνισκαμ’ και ζάχαρη, βάνισκαμ’ και φλουρί (Βάζαμε και ζάχαρη, βάζαμε και φλουρί, ενν. στην βασιλόπιτα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Mάζευαμ’ βαρτουβάρια, βάλλαμ’ τα σα πόρτες μας (Mαζεύαμε βαρτουβάρια, τα βάζαμε στις πόρτες μας) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Έβαλαμ' τα πϋρτΰ μας αραbά μέσα (Βάλαμε τις αποσκευές μας μέσα στην άμαξα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έβαζε τ’ αστενάρ' τα πράδια τ’ μες σο ζεστό νερό και σκέπαζαμ' το καλά καλά με το γιοργάν'· τετελέdιζε και γούλτωνε (Έβαζε ο άρρωστος τα ποδάρια του μέσα στο ζεστό νερό και τον σκεπάζαμε καλά καλά με το πάπλωμα· ίδρωνε και γλύτωνε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. κι αν με θέλει για πόλεμο, να βάλω τ’ άρματά μου
κι αν με θέλει για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου
Σινασσ. -Lag.
Πβ. μπάζω, Συνών. θέκνω