βάλλω
(ρ.)
βάλλω
[ˈvalo]
Ανακ., Σινασσ.
βάλλου
[ˈvalu]
Μισθ., Σίλ.
βάνω
[ˈvano]
Ποτάμ.
Παρατατ.
βάλλισ̑κα
[ˈvaliʃka]
Δίλ., Ποτάμ., Τελμ., Τσελτ.
βάνισκα
[ˈvaniska]
Ποτάμ.
έβαλλα
[ˈevala]
Ποτάμ.
έβαζα
[ˈevaza]
Τελμ.
Αόρ.
έβαλα
[ˈevala]
Σίλ., Σινασσ.
Από το αρχ. ρ. βάλλω. Ο τύπ. βάνω μεσν.
Βάζω
ό.π.τ.
:
T' όξ̑ινου γάλα βάλλουμ' ντου σου τ͑ουρβά
(Το ξινόγαλο το βάζουμε στον τορβά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βάλλισκαν το σο νερό μέσα
(Το έβαζαν μέσα στο νερό)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Βάνισκαμ’ και ζάχαρη, βάνισκαμ’ και φλουρί
(Βάζαμε και ζάχαρη, βάζαμε και φλουρί, ενν. στην βασιλόπιτα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Mάζευαμ’ βαρτουβάρια, βάλλαμ’ τα σα πόρτες μας
(Mαζεύαμε βαρτουβάρια, τα βάζαμε στις πόρτες μας)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Έβαλαμ' τα πϋρτΰ μας αραbά μέσα
(Βάλαμε τις αποσκευές μας μέσα στην άμαξα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έβαζε τ’ αστενάρ' τα πράδια τ’ μες σο ζεστό νερό και σκέπαζαμ' το καλά καλά με το γιοργάν'· τετελέdιζε και γούλτωνε
(Έβαζε ο άρρωστος τα ποδάρια του μέσα στο ζεστό νερό και τον σκεπάζαμε καλά καλά με το πάπλωμα· ίδρωνε και γλύτωνε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
κι αν με θέλει για πόλεμο, να βάλω τ’ άρματά μου
κι αν με θέλει για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου
Σινασσ. -Lag. Πβ. μπάζω, Συνών. θέκνω
κι αν με θέλει για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου
Σινασσ. -Lag. Πβ. μπάζω, Συνών. θέκνω