ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαλής (ουσ. αρσ.) βαλής [vaˈlis] Αφσάρ., Σατ., Σίλ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. vali = νομάρχης.
Νομάρχης ό.π.τ. : Πηάγα σο βαλή, έβγαλα ψεματωτικό τεσκερέ να φύγω σο Γιουνανιστάνι (Πήγα στο νομάρχη, έβγαλα ψεύτικο διαβατήριο για να φύγω για την Ελλάδα) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ389 Πήγασ̑ι του βαλή και τουν είπασ̑ι (Πήγαν στο νομάρχη και του είπαν) Σίλ. -Κωστ.Σ.