βαλής
(ουσ. αρσ.)
βαλής
[vaˈlis]
Αφσάρ., Σατ., Σίλ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. vali = νομάρχης.
Νομάρχης
ό.π.τ.
:
Πηάγα σο βαλή, έβγαλα ψεματωτικό τεσκερέ να φύγω σο Γιουνανιστάνι
(Πήγα στο νομάρχη, έβγαλα ψεύτικο διαβατήριο για να φύγω για την Ελλάδα)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ389
Πήγασ̑ι του βαλή και τουν είπασ̑ι
(Πήγαν στο νομάρχη και του είπαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.