βαμπούλι
(ουσ. ουδ.)
βαμbούλ'
[vamˈbul]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. bambul = είδος σκαθαριού που τρώει τις ρίζες των καλλιεργειών. Πβ. το νεότ. ουσ. μπάμπουλας = σκαθάρι (Λεξ. Κριαρ.) και το κοινό μπάμπουρας.
Κοκκινωπό έντομο που βλάπτει τα στάχυα
Αξ.