ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαλανόκκο (ουσ. ουδ.) γουανόκ-κο [ɣwaˈnokkο] Φάρασ. Από το ουσ. βαλάνι, όπου και τύπ. γουάνι, και το υποκορ. επίθ. -όκκο.
Συνθηματ., μικρός Τούρκος, τουρκόπουλο Φάρασ. : Σωρεούσανdε τζ̑αι 'σ' τα τούρτζ̑ικα τα χωριά πουά Τούρτζ̑οι, γουανόκ-κα, χ̇ιζόκ-κες (Μαζεύονταν (για τη λειτουργία των Δώδεκα Ευαγγελίων) και από τα τουρκικά χωριά πολλοί Τούρκοι, τουρκόπουλα, τουρκοπούλες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πβ. τουρκόπουλο, χιζόκκο