βαϊριχλού
(επίθ.)
βαϊριχλού
[vairiˈxlu]
Αραβ.
Aπό το τουρκ. επίθ. varlıklı = ευκατάστατος, πλούσιος.
Πβ.
βαρλίκι
Ευκατάστατος
:
Κειότον βαϊριχλού
(Είχε χρήματα, ήταν ευκατάστατος)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Συνών.
γιαγλής, ζεγκίνης, παραλής, πλούσιος, Αντίθ
εσεκτσής :3, τσιρτσιπλάχ :2