βαθικαίνω
(ρ.)
βαθικαίνω
[vaθiˈceno]
Σινασσ.
Από το επίθ. βαθικός και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
Κάνω κάτι βαθύ, βαθαίνω.
Συνών.
βαθύνω